- κατόψιος
- κατόψιος, ον, ([etym.] ὄψις)A visible, A.R.2.543.II in sight of, opposite,
γῆς τῆσδε E.Hipp.30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆς τῆσδε E.Hipp.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατόψιος — κατόψιος, ον (Α) 1. ορατός 2. φρ. «κατόψιός τινος» αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ ὄψιν] … Dictionary of Greek
κατόψιον — κατόψιος visible masc/fem acc sg κατόψιος visible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόψιοι — κατόψιος visible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)